- φαρικός
- -ή, -ό, Ν1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους φάρους2. φρ. α) «φαρικά τέλη» — τέλη που καταβάλλονται από εμπορικά πλοία τα οποία προσορμίζονται και ενεργούν εμπορικές πράξεις σε λιμάνι, όρμο ή ακτή τής Ελλάδας και ονομάστηκαν έτσι λόγω τού ότι καταβάλλονται υπέρ τού Ταμείου Φάρων, σκοπός τού οποίου είναι η κατασκευή, συντήρηση και λειτουργία τών φάρων και τών φανώνβ) «φαρικό ύψος» — το μήκος τής κατακόρυφης απόστασης τού κέντρου τής φωτιστικής πηγής τού φάρου από την επιφάνεια τής θάλασσας.[ΕΤΥΜΟΛ. < φάρος. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στην εφημερίδα Εφημερίς τής Κυβερνήσεως τού Βασιλείου τής Ελλάδος].
Dictionary of Greek. 2013.